- εντρανίζω
- ἐντρανίζω και (ἀ)ντρανίζω και ἐνδρανίζω και ἐνδραντρανίζω (Μ)1. βλέπω επίμονα και σταθερά, προσατενίζω, περιεργάζομαι («νὰ εἶδεν, νὰ ἐνετράνιζεν τὸ ἐξαιρημένον κάλλος»)2. κοιτάζω, βλέπω, αντικρίζω3. (αμτβ.) στρέφω το βλέμμα4. κοιτάζω ερωτικά5. (για πόλη) είμαι στραμμένος προς, βλέπω6. μτφ. στρέφομαι.
Dictionary of Greek. 2013.